- απιάλλω
- ἀπιάλλω (Α)αποφεύγω.[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)-* + ιάλλω «φεύγω, εκτοξεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπιαλεῖς — ἀπιάλλω keep fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιάλλειν — ἀπιάλλω keep pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιάλλην — ἀπιάλλω keep pres inf act (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιάλλω — ἰάλλω, αττ. τ. ἱάλλω (Α) 1. ρίχνω, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω («ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν», Ομ. Ιλ.) 2. στέλνω, εξαποστέλλω («κἀπὶ Δωδώνης... θεοπρόπους ἴαλλεν», Αισχύλ.) 3. βρίσκω 4. φεύγω, τρέχω ή πετώ 5. φρ. α) «περὶ χερσὶ δὲ δεσμόν ἴηλα» έβαλα… … Dictionary of Greek